- φρυγανιά
- η1. φέτα ψωμιού ψημένη.2. είδος γλυκίσματος με φέτες ψωμιού που ποτίστηκαν με γάλα, ψήθηκαν και περιχύθηκαν με σιρόπι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρυγανιά — η, Ν φρυγανισμένη φέτα ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φρυγανίζω] … Dictionary of Greek
κοτολέτα — η πλευρά σφαγίου αλειμμένη με κοπανισμένη φρυγανιά και αβγό και τηγανισμένη σε βούτυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cotelette, υποκορ. τού γαλλ. cote «πλευρό, παΐδι»] … Dictionary of Greek
κροκέτα — η σφαιρικό ή κυλινδρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι κ.λπ., πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και βουτηγμένο σε χτυπημένο αβγό πριν από το τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. croquette < γαλλ. croquet «κριτσανίζω, μασουλώ», λ. που… … Dictionary of Greek
οπτώ — (I) ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ (Α) (ηλειακός τ.) βλ. οκτώ. (II) (Α ὀπτῶ, άω) (σχετικά με έδεσμα) ψήνω στη φωτιά χωρίς τη χρήση νερού, λαδιού ή βουτύρου («ὀπτῶ τὰ κρέα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (σχετικά με ψάρια και αβγά) τηγανίζω 2. ψήνω φρυγανιά με τυρί 3. ψήνω … Dictionary of Greek
πανέ — άκλ. τρόπος παρασκευής φαγητού κατά τον οποίο το κρέας τηγανίζεται, αφού πρώτα επιχριστεί με μίγμα από αβγά, αλεύρι και τριμμένη φρυγανιά («κοτόπουλο πανέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pane (< γαλλ. pain < λατ. panis «ψωμί»)] … Dictionary of Greek
σνίτσελ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού κυρίως από μοσχαρήσιο κρέας, το οποίο τηγανίζεται αφού βουτηχθεί σε χτυπημένο αβγό και τριμμένη φρυγανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Schnitzel «λεπτό κομμάτι κρέατος»] … Dictionary of Greek
φρυγανιέρα — η, Ν ειδική συσκευή για την παρασκευή φρυγανιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυγανιά + κατάλ. ιέρα (πρβλ. καφετ ιέρα)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… … Dictionary of Greek
friganea — FRIGANEÁ, friganele, s.f. Felie de pâine albă muiată în lapte şi ouă, apoi prăjită în grăsime. [var.: frigănéa s.f.] – Din ngr. frighaniá. Trimis de zaraza joe, 23.01.2004. Sursa: DEX 98 friganeá s. f., art. friganeáua, g. d. art. friganélei; … Dicționar Român
τραγάνισμα — το, ατος τρίξιμο στη μάσηση, γριτσάνισμα: Μαλακό τραγάνισμα έχει η φρυγανιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)